- ξύλοξος
- το, και ξύλοξος, οχημ. προϊόν που λαμβάνεται κατά την ξηρά απόσταξη τών ξύλων ή κατά την παραγωγή τών ξυλανθράκων και είναι κιτρινέρυθρο υγρό με κύρια συστατικά τη μεθυλική αλκοόλη, το οξικό οξύ, την ακετόνη και άλλες προσμίξεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + όξος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξαυέριο Λάνδερερ].
Dictionary of Greek. 2013.